ἐπάγην

ἐπάγην
ἐπά̱γην , ἐπάγνυμι
break
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
ἐπά̱γην , ἐπάγνυμι
break
aor ind pass 1st sg (homeric ionic)
ἐπάγω
bring on
pres inf act (doric aeolic)
πάσσω
sprinkle
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
πάσσω
sprinkle
aor ind pass 1st sg
πήγνυμι
Aër.
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
πήγνυμι
Aër.
aor ind pass 1st sg
ἐπά̱γην , πήγνυμι
Aër.
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
ἐπά̱γην , πήγνυμι
Aër.
aor ind pass 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακροπαγής — ( ούς), ές (Μ ἀκροπαγής) ο στερεωμένος ή καρφωμένος στα άκρα «ἀκροπαγὴς ἐξέδρα» (Ιω. Γαζαίος 1, 111). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + παγὴς < ἐπάγην < πήγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • γομφοπαγής — ές (Α) 1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά 2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + παγής < (θ.) παγ , επάγην (βλ. πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • ετεροπαγής — ές (για διφυές τέρας) αυτός που έχει στην μπροστινή επιφάνεια τού σώματός του κεφάλι και θώρακα δεύτερου ατελούς πλάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + παγής (< θ. πάγ , πρβλ. επάγην, αόρ. τού πήγνυμι*)] …   Dictionary of Greek

  • ευπαγής — εὐπαγής, ές (ΑΜ) (για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός αρχ. 1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος 2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα 3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο 4. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • ηλοπαγής — ές (Α ἡλοπαγής, ές) ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + παγής (< επάγην, αόρ. τού πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο παγής, προσωπο παγής] …   Dictionary of Greek

  • ημιπαγής — ἡμιπαγής, ές (Α) ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ νεοελλ. ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος τού προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα αρχ. 1. (μτφ. για τη μάθηση)… …   Dictionary of Greek

  • πήθω — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πάσχω». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από τον αόρ. έπαθον τού πάσχω κατά το σχήμα ῥήγνυμι ἐρράγην, πήγνυμι ἐπάγην] …   Dictionary of Greek

  • ριζοπαγής — ές, ΜΑ αυτός που είναι στερεά ριζωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐπάγην τού πήγνυμι*), πρβλ. προσωπο παγής] …   Dictionary of Greek

  • pā̆ k̂ - and pā̆ ĝ - —     pā̆ k̂ and pā̆ ĝ     English meaning: to repair, strengthen     Deutsche Übersetzung: “festmachen”, teils durch Einrammen (Pflock, Pfosten), teils durch Zusammenfũgen (Fuge; festgefũgt, kompakt, fest: partly also Fessel, Strick)… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”